-
1 καθ-ικνέομαι
καθ-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; πένϑος καϑίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; μάλα πώς με καϑίκεο ϑυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καϑίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καϑικέσϑαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καϑικόμενος αὐτοῦ Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καϑικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προϑέσεως 4, 50, 10.
-
2 σεμνότης
σεμνότης, ητος, ἡ, Ehrwürdigkeit, Heiligkeit, Eur. I. A. 1344 Bacch. 486; Majestät, Würde, übh. äußerer Anstand, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Plat. Men. 235 b, u. Sp., τῆς προϑέσεως Pol. 7, 14, 4, γέλως κωμικὸς ὑπὸ σεμνότητι φιλοσόφῳ, Luc. Prom. 7; im plur. neben αὐϑάδειαι Isocr. 6, 98.
-
3 ἀ-στοχέω
ἀ-στοχέω, das Ziel verfehlen, nicht treffen, gew. übertr., τῆς προϑέσεως Pol. 7, 14; τοῦ μέλλοντος 5, 107, u. öfter; Luc. Amor. 22; τοῦ πρέποντος Plut. Galb. 16; περί τινος, sich in seinem Urtheile über etwas irren, Pol. 3, 21; übh. nicht Rücksicht nehmen auf etwas, 29, 9.
-
4 δια-σεύω
δια-σεύω (s. σεύω), schnell hindurch bewegen; Homer öfters in der Form διέσσυτο, aorist. syncop. med. oder plusqpft. in der Bdtg eines einfachen praeterit., s. Buttmann Ausf. Gr. Ausg. 2 Bd. 2 S. 20 §. 119 Anm. 7; überall schließt διέσσυτο mit dem 4. Versfuße; absolut Iliad. 5, 661 Τληπόλεμος μηρὸν ἔγχεϊ βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὀστέῳ ἐγχριμφϑεῖ. σα, drang hindurch; mit accusat. Iliad. 2, 450 σὺν τῇ παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν ὀτρύνουσ' ἰέναι, durcheilte, durchstürmte; mit genit. Iliad. 22, 460 ἃς φαμένη μεγάροιο διέσσυτο; Odyss. 4, 37 ἃς φάϑ', ὁ δ' ἐκ μεγάροιο διέσσυτο, Scholl. Didym. ὁ δ' ἐκ μεγάροιο: Ἀρίσταρχος χωρὶς τῆς ἐκ προϑέσεως. ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο· βούλεται γὰρ λέγειν διὰ μεγάρου; Iliad. 10, 194 ἃς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο; Iliad. 15. 542 αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα, πρόσσω ἱεμένη. – Sp. Ep.; οἰωνοὶ ϑοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσι Qu. Sm. 3, 641; Nonn. D. 45, 48.
См. также в других словарях:
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μήλου — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μήλου στεγάζεται στον ένα από τους δύο παλαιότερους ναούς του νησιού, στην εν λειτουργία εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλία του Αδάμαντα. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό μνημείο… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek